- παύσεως
- παύσεω̆ς , παῦσιςstoppingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PAUSILYPUM — promuntor. Campaniae apud Mergillinen, non procul a Neapoli, ab ea ad 3. mill. pass. Puteolos versus distans. Α᾿πὸ τῆς παύσεως τῆς λύπης, h. e. a maeroris cessatione sic dictum. Vide Cluv. Ital. Ant. p. 1150 … Hofmann J. Lexicon universale
παύση — και πάψη και πάψιμο / παῡσις, ἡ, ΝΑ [παύω] η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῡσιν παύσεται», ΠΔ) νεοελλ. 1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση») 2. συνεκδ.… … Dictionary of Greek
συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… … Dictionary of Greek